ἐμφανῶν

ἐμφανῶν
ἐμφαίνω
exhibit
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
ἐμφανής
showing in
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… …   Dictionary of Greek

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”